-
1 скот
скот м τα κτήνη, τα ζώα·крупный (мелкий) рогатый \скот τα μεγάλα (μικρά) κερασφόρα ζώα* * *мτα κτήνη, τα ζώαкру́пный (ме́лкий) рога́тый скот — τα μεγάλα (μικρά) κερασφόρα ζώα
-
2 скот
τα (αγροτικά) ζώατα κτήνη, τα θρέμματαкрупный{}мелкий{} рогатый - τα μεγάλα/μικρά κερασφόρα ζώαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скот
-
3 скот
-а α.1. αθρσ. τα ζώα, τα κτήνη•крупный рогатый скот τα μεγάλα κερασφόρα ζώα•
мелкий рогатый скот τα μικρά κερασφόρα ζώα•
молочный скот τα γαλακτοφόρα ζώα•
рабочий скот τα φορτηγά ή αροτριόντα ζώα.
2. μτφ. ζώο, κτήνος, κτηνάνθρωπος, ανθρωπόμορφο κτήνος. -
4 скот
скотм собир. τα κτήνη, τά ζῶα, τά θρέμματα:крупный рогатый \скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· мелкий \скот τά μικρά ζώα, τά γιδοπρόβατα· племенной \скот ζῶα ράτσας· рабочий \скот τά ἀροτριώντα κτήνη.
См. также в других словарях:
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek